χασαπόπαιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασαπόπαιδο ουδέτερο
- ο βοηθός του χασάπη, που κάνει συνήθως θελήματα, πηγαίνει παραγγελίες, κουβαλάει κρέατα και συχνά τα κόβει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασαπόπαιδο
|