χαχάμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαχάμης οι χαχάμηδες
      γενική του χαχάμη των χαχάμηδων
    αιτιατική τον χαχάμη τους χαχάμηδες
     κλητική χαχάμη χαχάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαχάμης < τουρκική haham που σήμαινε και σημαίνει τον ραβίνο < εβραϊκή ίδιας προφοράς που σήμαινε σοφός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαχάμης αρσενικό

  • χαρακτηρισμός παλιός, ο οποίος στην Ελλάδα σήμαινε τον ηγέτη της μειονότητας των ισπανικής καταγωγής Εβραίων σε χώρες της Μέσης Αντολής και στην Τουρκία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]