χρησιδάνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρησιδάνειο τα χρησιδάνεια
      γενική του χρησιδανείου
χρησιδάνειου
των χρησιδανείων
    αιτιατική το χρησιδάνειο τα χρησιδάνεια
     κλητική χρησιδάνειο χρησιδάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρησιδάνειο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρησιδάνειο ουδέτερο

  • πρόεκειται ουσιαστικά για μιά σύμβαση μεταξύ ενός χρήστη και ενός χρησάμενου, βάσει της οποίας ο πρώτος δανείζει τον δεύτερο δίχως αντάλλαγμα, με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα επιστρέψει το αντικείμενο στον πρώτο μετά το πέρας της σύμβασης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]