χρυσοσκάθαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσοσκάθαρο ουδέτερο
- (έντομο) ο χρυσοκάνθαρος
- ※ Πού το ’ξερα, μωρ’ εγώ, πως έχει χρυσοσκάθαρο στην Αλεξάντρα! (Κωνσταντίνος Ράδος, Ο καπετάν Σάββας (1910))
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσοσκάθαρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρυσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)