χρυσοσκάθαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσοσκάθαρο τα χρυσοσκάθαρα
      γενική του χρυσοσκάθαρου των χρυσοσκάθαρων
    αιτιατική το χρυσοσκάθαρο τα χρυσοσκάθαρα
     κλητική χρυσοσκάθαρο χρυσοσκάθαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρυσοσκάθαρο < χρυσο- + σκαθάρι + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρυσοσκάθαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]