χρυσοκάνθαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσοκάνθαρος οι χρυσοκάνθαροι
      γενική του χρυσοκάνθαρου
χρυσοκανθάρου
των χρυσοκάνθαρων
χρυσοκανθάρων
    αιτιατική τον χρυσοκάνθαρο τους χρυσοκάνθαρους
χρυσοκανθάρους
     κλητική χρυσοκάνθαρε χρυσοκάνθαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χρυσοκάνθαρος με τεντωμένα φτερά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοκάνθαρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοκάνθαρος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾi.soˈkan.θa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐κάν‐θα‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρυσοκάνθαρος αρσενικό

  1. (έντομο) η μηλόνθη
     συνώνυμα: ζήνα (ιδιωματικό)
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό, παρωχημένο) ο νεόπλουτος, ο πλουτοκράτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]