Μετάβαση στο περιεχόμενο

χρωμοτυπογραφία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωμοτυπογραφία οι χρωμοτυπογραφίες
      γενική της χρωμοτυπογραφίας των χρωμοτυπογραφιών
    αιτιατική τη χρωμοτυπογραφία τις χρωμοτυπογραφίες
     κλητική χρωμοτυπογραφία χρωμοτυπογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωμοτυπογραφία < chromotypography / chromotypographie (λέξεις του 19ου αιώνα), μορφολογικά αναλύεται: χρωμο- + τυπογραφία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρωμοτυπογραφία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]