χωραΐτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωραΐτισσα < χωραΐτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωραΐτισσα θηλυκό
- η κάτοικος της χώρας σε ένα νησί, η κάτοικος της μεγάλης (ή συγκριτικά μεγάλης) πόλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωραΐτισσα
|