ψαρομάχαιρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρομάχαιρο ουδέτερο
- (κουζινικά) το ειδικό μαχαίρι με τη σχετικά μακριά λαβή και την κάπως κοντή και πεπλατυσμένη αιχμή για την κατάτμηση και κατανάλωση του σερβιρισμένου ψαριού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρομάχαιρο
* αγγλικά : fish knife (en) * γαλικιανά : coitelo de peixe (gl) |