ψιλοκυβίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλοκυβίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλοκυβίνη θηλυκό
- χημική ουσία που βρίσκεται σε ορισμένα μανιτάρια τα οποία όταν καταναλώνονται προκαλούν παραισθήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοκυβίνη