ψυχαριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χαριστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχαριστής οι ψυχαριστές
      γενική του ψυχαριστή των ψυχαριστών
    αιτιατική τον ψυχαριστή τους ψυχαριστές
     κλητική ψυχαριστή ψυχαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχαριστής < Ψυχάρης + -ιστής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχαριστής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • ψυχαριστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)