ψυχαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχαρισμός αρσενικό
- η γλωσσική θεωρία για τη χρήση της δημοτικής, όπως την ανέπτυξε ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης
- Έτσι, κατά την περίοδο 1910-1930, την περίοδο δηλαδή της θεσμικής κυριαρχίας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού έναντι του ψυχαρισμού, ο Ψυχάρης εδραιώνεται μεν ο ίδιος ως σύμβολο αλλά ταυτόχρονα διακόπτει κάθε ουσιαστική επικοινωνία με όλες τις δυνάμεις που χρησιμοποιούν τη δημοτική ως επαναστατικό λόγο, ανεξάρτητα από το αν οι δυνάμεις αυτές είναι ο "λαός" των φιλελευθέρων ή η εργατική τάξη των σοσιαλιστών και αργότερα των κομμουνιστών. (*)
- ≈ συνώνυμα: (ακραίος δημοτικισμός), (μαλλιαρισμός)
- λέξη ή φράση διατυπωμένη σύμφωνα με τη θεωρία του γλωσσολόγου Γιάννη Ψυχάρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχαρισμός
|