ψυχρομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψυχομετρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχρομετρία οι ψυχρομετρίες
      γενική της ψυχρομετρίας των ψυχρομετριών
    αιτιατική την ψυχρομετρία τις ψυχρομετρίες
     κλητική ψυχρομετρία ψυχρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχρομετρία < γαλλική psychrométrie < ψυχρόμετρο < ψυχρός + μέτρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχρομετρία θηλυκό

  • η επιστήμη που ασχολείται με τις μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασίας που λαμβάνουν χώρα στον ατμοσφαιρικό αέρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]