ἀλαπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλαπάζω < α + λαπάζω < λαπάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλαπάζω

  1. αδειάζω, εκκενώνω, αρπάζω, εξαντλώ
  2. καταστρέφω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 424 (στίχοι 422-424)
    ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ | οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται. | ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων ―ἤθελε γάρ που―
    Είχα, στ᾽ αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά, | όσα οι καλοζωισμένοι έχουν — οι πλούσιοι, που λένε. | Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (για πόλη) κυριεύω, λεηλατώ
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 367 (στίχοι 367-368)
    γνώσεαι δ᾽ εἰ καὶ θεσπεσίῃ πόλιν οὐκ ἀλαπάξεις, | ἦ ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο.»
    θα ιδείς αν είναι από θεού την πόλιν να μη πάρεις | ή από δειλίαν των ανδρών και αμάθειαν του πολέμου».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 328 (στίχοι 328-329)
    δώδεκα δὴ σὺν νηυσὶ πόλεις ἀλάπαξ᾽ ἀνθρώπων, | πεζὸς δ᾽ ἕνδεκά φημι κατὰ Τροίην ἐρίβωλον·
    Και με τα πλοία δώδεκα έχω πατήσει χώρες, | και πάλιν ένδεκα πεζός στην κάρπιμην Τρωάδα.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, υπερισχύω, καταστρέφω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 67 (στίχοι 67-68)
    εἰ μὲν γὰρ τοὺς πάγχυ κακὰ φρονέων ἀλαπάζει | Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, Τρώεσσι δὲ ἵετ᾽ ἀρήγειν,
    διότι αν τους εμίσησε και τους εξολοθρεύει | εις την οργήν του ο Βροντητής και βοηθεί τους Τρώας,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 750 (στίχοι 750-752)
    καί νύ κεν Ἀκτορίωνε Μολίονε παῖδ᾽ ἀλάπαξα, | εἰ μή σφωε πατὴρ εὐρὺ κρείων ἐνοσίχθων | ἐκ πολέμου ἐσάωσε, καλύψας ἠέρι πολλῇ.
    Και ακόμα τους Μολίονας θα εφόνευ᾽ | αλλ᾽ ο μέγας ο Ποσειδών πατέρας των | τους έσκεπε με ομίχλην.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  5. (μεταφορικά) διαλύω, απομακρύνω
    • οἶνος ἐκ κραδίης ἀνίας ἀνδρῶν ἀλαπάζει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]