ἀλαπαδνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀλαπαδνός ἀλαπαδνή τὸ ἀλαπαδνόν
      γενική τοῦ ἀλαπαδνοῦ τῆς ἀλαπαδνῆς τοῦ ἀλαπαδνοῦ
      δοτική τῷ ἀλαπαδν τῇ ἀλαπαδν τῷ ἀλαπαδν
    αιτιατική τὸν ἀλαπαδνόν τὴν ἀλαπαδνήν τὸ ἀλαπαδνόν
     κλητική ! ἀλαπαδνέ ἀλαπαδνή ἀλαπαδνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀλαπαδνοί αἱ ἀλαπαδναί τὰ ἀλαπαδνᾰ́
      γενική τῶν ἀλαπαδνῶν τῶν ἀλαπαδνῶν τῶν ἀλαπαδνῶν
      δοτική τοῖς ἀλαπαδνοῖς ταῖς ἀλαπαδναῖς τοῖς ἀλαπαδνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀλαπαδνούς τὰς ἀλαπαδνᾱ́ς τὰ ἀλαπαδνᾰ́
     κλητική ! ἀλαπαδνοί ἀλαπαδναί ἀλαπαδνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλαπαδνώ τὼ ἀλαπαδνᾱ́ τὼ ἀλαπαδνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀλαπαδνοῖν τοῖν ἀλαπαδναῖν τοῖν ἀλαπαδνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀλαπαδνός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀλαπαδνός, -ή, -όν, συγκριτικός:ἀλαπαδνότερος

  1. ασθενικός, ανίσχυρος, αδύναμος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 373 (στίχοι 371-373)
    εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι, | αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης, | ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
    αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα, | μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, | ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη, στον μόχθο ακούραστα,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 437 (436-438)
    βόε δ᾽ ἐνναετήρω | ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν, | ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
    Δυο βόδια εννιάχρονα | αρσενικά να πάρεις —η δύναμή τους ανεξάντλητη— | που είναι πάνω στην ακμή της νιότης τους και άριστα για εργασία.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἀκιδνός
  2. διστακτικός, άνανδρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]