ἀνενοχλησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνενοχλησία αἱ ἀνενοχλησίαι
      γενική τῆς ἀνενοχλησίας τῶν ἀνενοχλησιῶν
      δοτική τῇ ἀνενοχλησί ταῖς ἀνενοχλησίαις
    αιτιατική τὴν ἀνενοχλησίαν τὰς ἀνενοχλησίας
     κλητική ! ἀνενοχλησία ἀνενοχλησίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνενοχλησία < ελληνιστική κοινή ἀνενοχλησία < αρχαία ελληνική ἐνοχλέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀνενοχλησία θηλυκό

  • ανενοχλησία
    ※  Ἐπεὶ καὶ ὁ παρὼν οὗτος χρυσόβουλλος τῆς βασιλείας μου εἰς τὴν περὶ τούτου ἀνενοχλησίαν καὶ δεφένδευσιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπεχορηγήθη καὶ ἐπεβραβεύθη τῇ τοιαύτῃ σεβασμίᾳ μονῇ τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης καὶ ἐπικεκλημένῃ τῆς Λυκουσάδας.
    (Χρυσόβουλο (1332) του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου για τη μονή της Λυκουσάδας, 54–60. Antonio Carile, Guglielmo Cavallo, «Το ανέκδοτο χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου για τη μονή της Λυκουσάδας (1332;)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (1989) 52)