ἀποβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποβαίνω
- βαδίζω μακριά, απέρχομαι, απομακρύνομαι
- ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
- πρὸς δώματα ἀπέβη
- αποβιβάζομαι
- νηὸς ἀπέβη (αποβιβάστηκε από το καράβι)
- καταλήγω, καταντώ, εκτείνομαι μέχρι κάπου, φτάνω μέχρι
- τἀναντία ἀπέβη (είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, κατέληξε στο αντίθετο αποτέλεσμα)
- μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα
- (μεταβατικό) κατεβάζω κάποιον, τον βγάζω έξω
- ὃ μὲν δὴ προσσχὼν ἐς Φάληρον τὴν στρατιὴν ἀπέβησε, οἱ δὲ Πεισιστρατίδαι προπυνθανόμενοι ταῦτα ἐπεκαλέοντο ἐκ Θεσσαλίης ἐπικουρίην
- βγαίνω αληθινός, φέρνω το ποθητό αποτέλεσμα, τηρούμαι ( ελληνιστική έννοια)
- ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη
Συγγενικά[επεξεργασία]
(* στη νεοελληνική: το αποβαίνω, απόβαση, αποβατικός)