ἐκλεξιμότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκλεξιμότης | αἱ | ἐκλεξιμότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐκλεξιμότητος | τῶν | ἐκλεξιμοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐκλεξιμότητι | ταῖς | ἐκλεξιμότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐκλεξιμότητα | τὰς | ἐκλεξιμότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐκλεξιμότης | ἐκλεξιμότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐκλεξιμότης θηλυκό