ἐπιθήλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐπιθήλιον | τὰ | ἐπιθήλια | ||||
γενική | τοῦ | ἐπιθηλίου | τῶν | ἐπιθηλίων | ||||
δοτική | τῷ | ἐπιθηλίῳ | τοῖς | ἐπιθηλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἐπιθήλιον | τὰ | ἐπιθήλια | ||||
κλητική ὦ! | ἐπιθήλιον | ἐπιθήλια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐπιθήλιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το επιθήλιο