ἐπιπεφυκῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιπεφυκῖτις | αἱ | ἐπιπεφυκίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ἐπιπεφυκίτιδος | τῶν | ἐπιπεφυκιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπιπεφυκίτιδι | ταῖς | ἐπιπεφυκίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπιπεφυκῖτιν | τὰς | ἐπιπεφυκίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐπιπεφυκῖτι | ἐπιπεφυκίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐπιπεφυκῖτις, -ιδος θηλυκό