ἑρμητικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑρμητικότης | αἱ | ἑρμητικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἑρμητικότητος | τῶν | ἑρμητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἑρμητικότητι | ταῖς | ἑρμητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἑρμητικότητα | τὰς | ἑρμητικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἑρμητικότης | ἑρμητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἑρμητικότης θηλυκό