ὀδοντῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀδοντῖτις | αἱ | ὀδοντίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ὀδοντίτιδος | τῶν | ὀδοντιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ὀδοντίτιδι | ταῖς | ὀδοντίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ὀδοντῖτιν | τὰς | ὀδοντίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὀδοντῖτι | ὀδοντίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀδοντῖτις θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ὀδοντινῖτις (φλεγμονή οδοντίνης)