ὁμιλέω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὁμιλέω-ὁμιλῶ | ὁμιλέομαι-ὁμιλοῦμαι |
Παρατατικός | ὡμίλεον-ὡμίλουν | ὡμιλοεόμην-ὡμιλούμην |
Μέλλοντας | ὁμιλήσω | ὁμιλήσομαι & ὁμιληθήσομαι |
Αόριστος | ὡμίλησα | ὡμιλησάμην & ὡμιλήθην |
Παρακείμενος | ὡμίληκα | ὡμίλημαι |
Υπερσυντέλικος | ὡμιλήκειν | ὡμιλήμην |
Συντελ.Μέλλ. | ὡμιληκώς ἔσομαι | ὡμιλημένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ὁμῑλέω
- είμαι μαζί με κάποιον, συντροφεύω, συναναστρέφομαι
- συναθροίζομαι
- αντιμετωπίζω σε μάχη, πολεμώ
- συνομιλώ
- συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι
- είμαι φίλος
- ασχολούμαι, προσέχω, παρακολουθώ
- είμαι μαθητής, συχνάζω στα μαθήματα
- έρχομαι, εισέρχομαι
- συχνάζω