ὅστις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /hós.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ὅσ‐τις
Αντωνυμία
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]| η αναφορική αντωνυμία «ὅστις» | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
| γένη → πτώσεις ↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | θηλυκό (σπάνια) | |
| ονομαστική | ὅστις | ἥτις | ὅ τι, ὅ⸒τι | οἵτινες | αἵτινες | ἅτινᾰ, ἅττᾰ | ὥτινε | ἅτινε (ᾱ) | |
| γενική | οὗτινος ὅτου |
ἧστινος | οὗτινος ὅτου |
ὧντινων ὅτων |
ὧντινων | ὧντινων ὅτων |
οἷντινοιν | αἷντινοιν | |
| δοτική | ᾧτινι ὅτῳ |
ᾗτινι | ᾧτινι ὅτῳ |
οἷστισι(ν) ὅτοις |
αἷστισι(ν) | οἷστισι(ν) ὅτοις |
οἷντινοιν | αἷντινοιν | |
| αιτιατική | ὅντινα | ἥντινα | ὅ τι, ὅ⸒τι | οὕστινας | ἅστινᾱς | ἅτινᾰ, ἅττᾰ | ὥτινε | ἅτινε (ᾱ) | |
| Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
| επική κλίση οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα | |||||||||
| γένη → πτώσεις ↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό και ουδέτερο | θηλυκό | |
| ονομαστική | ὅστις ὅτις |
ἥτις | ὅ τι ὅ ττι |
οἵτινες | αἵτινες | ἅσσᾰ | ὥτινε | ἅτινε (ᾱ) | |
| γενική | ὅττεο ὅττευ ὅτευ |
ἧστινος | ὅττεο ὅττευ ὅτευ |
ὅτων | οἷντινοιν | αἷντινοιν | |||
| δοτική | ὅτεῳ ὅτῳ |
ᾗτινι | ὅτεῳ ὅτῳ |
ὁτέοισι | αἷστισι(ν) | ὁτέοισι | οἷντινοιν | αἷντινοιν | |
| αιτιατική | ὅντινα ὅτινα |
ἥντινα | ὅ τι ὅ ττι |
ὅτινας | ἅστινᾱς | ἅσσᾰ | ὥτινε | ἅτινε (ᾱ) | |
| Κατηγορία:Επικοί τύποι | |||||||||