ᾠοτοκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ᾠοτοκίᾱ | αἱ | ᾠοτοκίαι |
γενική | τῆς | ᾠοτοκίᾱς | τῶν | ᾠοτοκιῶν |
δοτική | τῇ | ᾠοτοκίᾳ | ταῖς | ᾠοτοκίαις |
αιτιατική | τὴν | ᾠοτοκίᾱν | τὰς | ᾠοτοκίᾱς |
κλητική ὦ! | ᾠοτοκίᾱ | ᾠοτοκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ᾠοτοκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ᾠοτοκίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ᾠοτοκία < ᾠοτοκέω-ᾠοτοκῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ᾠοτοκία θηλυκό
- η γέννηση ωών, δηλαδή αβγών (και σε αντιδιαστολή προς το ζωοτοκία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)