-άκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ά‐κια

Κλιτικός τύπος επιθήματος[επεξεργασία]

-άκια

  1. (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του -άκι
    όπως τα παιδάκια
  2. (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του -άκιας
    όπως του εξυπνάκια, τον εξυπνάκια, αχ! εξυπνάκια!