-αρού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-αρού < -αρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Επίθημα[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αρού οι -αρούδες
      γενική της -αρούς των -αρούδων
    αιτιατική τη(ν) -αρού τις -αρούδες
     κλητική -αρού -αρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

-αρού θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθήματος[επεξεργασία]

-αρού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]