Abbitte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Abbitte | die Abbitten |
γενική | der Abbitte | der Abbitten |
δοτική | der Abbitte | den Abbitten |
αιτιατική | die Abbitte | die Abbitten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Abbitte (de) θηλυκό