Absender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Absender | die | Absender |
γενική | des | Absenders | der | Absender |
δοτική | dem | Absender | den | Absendern |
αιτιατική | den | Absender | die | Absender |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Absender (de) αρσενικό