Abteilung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abteilung | die | Abteilungen |
γενική | der | Abteilung | der | Abteilungen |
δοτική | der | Abteilung | den | Abteilungen |
αιτιατική | die | Abteilung | die | Abteilungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abteilung (de) θηλυκό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Abteil