Büchse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Büchse | die | Büchsen |
γενική | der | Büchse | der | Büchsen |
δοτική | der | Büchse | den | Büchsen |
αιτιατική | die | Büchse | die | Büchsen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Büchse (de) θηλυκό