Budget
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Budget | die Budgets |
γενική | des Budgets | der Budgets |
δοτική | dem Budget | den Budgets |
αιτιατική | das Budget | die Budgets |
Budget (de) ουδέτερο