Czech

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Czech Czechs

Επίθετο[επεξεργασία]

Czech (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Czech (en)

  1. (εθνικό όνομα) ο Τσέχος, η Τσέχα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Czech (en)

  1. (γλώσσα) τα τσεχικάτσέχικα), η τσέχικη γλώσσα



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛx/
 

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Czech (pl) αρσενικό (θηλυκό Czeszka)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη Czechy

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

Czech (pl)



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Czech < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Czech αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Czech < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Czech αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Czech < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Czech αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]