Diät
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Diät | die | Diäten |
γενική | der | Diät | der | Diäten |
δοτική | der | Diät | den | Diäten |
αιτιατική | die | Diät | die | Diäten |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Diät < λατινική diaeta < αρχαία ελληνική δίαιτα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Diät (de) θηλυκό
- η δίαιτα