Entbindung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Entbindung | die | Entbindungen |
γενική | der | Entbindung | der | Entbindungen |
δοτική | der | Entbindung | den | Entbindungen |
αιτιατική | die | Entbindung | die | Entbindungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Entbindung (de)