Entdecker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Entdecker die Entdecker
γενική des Entdeckers der Entdecker
δοτική dem Entdecker den Entdeckern
αιτιατική den Entdecker die Entdecker

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛntˈdɛkɐ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Entdecker (de) αρσενικό (θηλυκό Entdeckerin)

Συγγενικά

[επεξεργασία]