Erleichterung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erleichterung | die | Erleichterungen |
γενική | der | Erleichterung | der | Erleichterungen |
δοτική | der | Erleichterung | den | Erleichterungen |
αιτιατική | die | Erleichterung | die | Erleichterungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Erleichterung (de) θηλυκό