Ersparnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ersparnis | die | Ersparnisse |
γενική | der | Ersparnis | der | Ersparnisse |
δοτική | der | Ersparnis | den | Ersparnissen |
αιτιατική | die | Ersparnis | die | Ersparnisse |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ersparnis (de) θηλυκό
- αποταμίευση, οι οικονομίες κάποιου