Frieden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Frieden | die Frieden |
γενική | des Friedens | der Frieden |
δοτική | dem Frieden | den Frieden |
αιτιατική | den Frieden | die Frieden |
Frieden (de) αρσενικό