Kleidung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kleidung | die | Kleidungen |
γενική | der | Kleidung | der | Kleidungen |
δοτική | der | Kleidung | den | Kleidungen |
αιτιατική | die | Kleidung | die | Kleidungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kleidung (de) θηλυκό