Nationalist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Nationalist (de) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- die Nationalistin - η εθνικίστρια
- der Nationalismus - ο εθνικισμός
- nationalistisch - εθνικιστικός