Opa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Opa | die | Opas |
γενική | des | Opas | der | Opas |
δοτική | dem | Opa | den | Opas |
αιτιατική | den | Opa | die | Opas |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Opa < περικοπή του Großpapa [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Opa (de) αρσενικό
- (οικογένεια, οικείο, ειδικά στη γλώσσα των παιδιών) ο παππούς
- (προφορικό) ηλικιωμένος άντρας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Opa - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).