Phänomen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Phänomen | die | Phänomene |
γενική | des | Phänomens | der | Phänomene |
δοτική | dem | Phänomen | den | Phänomenen |
αιτιατική | das | Phänomen | die | Phänomene |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Phänomen (de) θηλυκό