Regisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Regisseur | die | Regisseure |
γενική | des | Regisseurs | der | Regisseure |
δοτική | dem | Regisseur | den | Regisseuren |
αιτιατική | den | Regisseur | die | Regisseure |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Regisseur (de) αρσενικό (θηλυκό Regisseurin)
- (κινηματογράφος) παραγωγός
- (θέατρο) σκηνοθέτης