Słowacja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Słowacja | Słowacje |
γενική | Słowacji | Słowacji(/Słowacyj) |
δοτική | Słowacji | Słowacjom |
αιτιατική | Słowację | Słowacje |
οργανική | Słowacją | Słowacjami |
τοπική | Słowacji | Słowacjach |
κλητική | Słowacjo | Słowacje |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /swɔˈvat͡s̑ʲja/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Słowacja (pl) θηλυκό