Spaltung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Spaltung | die | Spaltungen |
γενική | der | Spaltung | der | Spaltungen |
δοτική | der | Spaltung | den | Spaltungen |
αιτιατική | die | Spaltung | die | Spaltungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Spaltung (de) θηλυκό