Stoßstange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Stoßstange | die | Stoßstangen |
γενική | der | Stoßstange | der | Stoßstangen |
δοτική | der | Stoßstange | den | Stoßstangen |
αιτιατική | die | Stoßstange | die | Stoßstangen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʃtoːsʃtaŋə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Stoßstange (de) θηλυκό