Untersuchung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Untersuchung | die | Untersuchungen |
γενική | der | Untersuchung | der | Untersuchungen |
δοτική | der | Untersuchung | den | Untersuchungen |
αιτιατική | die | Untersuchung | die | Untersuchungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Untersuchung (de) θηλυκό