Versorgung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Versorgung | die | Versorgungen |
γενική | der | Versorgung | der | Versorgungen |
δοτική | der | Versorgung | den | Versorgungen |
αιτιατική | die | Versorgung | die | Versorgungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Versorgung (de) θηλυκό
- η μέριμνα
- η τροφοδοσία
- η φροντίδα
- η συντήρηση
- η περίθαλψη