accompagnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accompagnement < accompagner
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
accompagnement | accompagnements |
accompagnement (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) οι συνοδοί
- η συνοδεία
- κάτι που συνοδεύει, που προστίθεται
- τα λαχανικά που συνοδεύουν ένα κρεατικό ή ένα ψάρι, η γαρνιτούρα
- (μουσική) η ρυθμική συνοδεία μιας μελωδίας, το ακομπανιαμέντο
- (στρατιωτικός όρος) η υποστήριξη