accompagnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- accompagnement < accompagner
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kɔ̃.paɲ.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accompagnement | accompagnements |
accompagnement (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) οι συνοδοί
- η συνοδεία
- κάτι που συνοδεύει, που προστίθεται
- τα λαχανικά που συνοδεύουν ένα κρεατικό ή ένα ψάρι, η γαρνιτούρα
- (μουσική) η ρυθμική συνοδεία μιας μελωδίας, το ακομπανιαμέντο
- (στρατιωτικός όρος) η υποστήριξη