advertise
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | advertise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advertises |
αόριστος | advertised |
παθητική μετοχή | advertised |
ενεργητική μετοχή | advertising |
Ρήμα
[επεξεργασία]advertise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαφημίζω